- υπερστέγασμα
- το мор. надстройка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερστέγασμα — το, Ν ναυτ. κατασκευή στο ανώτερο κατάστρωμα πολεμικού πλοίου, όχι όμως περίκλειστη όπως είναι οι κανονικές υπερκατασκευές, αλλά όμοια με στέγαστρο και προοριζόμενη για βοηθητικές εγκαταστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + στέγασμα (< στεγάζω)] … Dictionary of Greek
υψίπρυμνος — η, ο / ὑψίπρυμνος, ον, ΝΜΑ, και ὑψόπρυμνος Α αυτός που έχει ψηλή πρύμνη νεοελλ. φρ. «υψίπρυμνο πλοίο» ή, απλώς, «το υψίπρυμνο» ναυτ. πλοίο με υψηλή πρύμνη, χαρακτηριστικό τών πλοίων τού μεσαίωνα, στα οποία η πρύμνη έφερε ογκώδες υπερστέγασμα… … Dictionary of Greek